- ταὐτολογία
- ταὐτολογίᾱ , ταὐτολογίαfem nom/voc/acc dualταὐτολογίᾱ , ταὐτολογίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταὐτολογίᾳ — ταὐτολογίᾱͅ , ταὐτολογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογία — η / ταὐτολογία, ΝΜΑ [ταὐτολόγος] το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα νεοελλ. 1. (λογ.) πρόταση τής οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει 2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο … Dictionary of Greek
ταυτολογία — η η επανάληψη έννοιας με την ίδια λέξη ή με συνώνυμες: Το «θερμό είναι ό,τι μας δίνει το αίσθημα της θερμότητας» είναι ταυτολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταὐτολογίας — ταὐτολογίᾱς , ταὐτολογία fem acc pl ταὐτολογίᾱς , ταὐτολογία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτολογίαν — ταὐτολογίᾱν , ταὐτολογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολογικός — ή, ό, Ν [ταυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταυτολογία. επίρρ... ταυτολογικώς / ταὐτολογικῶς ΝΜ, και ταυτολογικά Ν με ταυτολογία … Dictionary of Greek
Tautology (logic) — In propositional logic, a tautology (from the Greek word ταυτολογία) is a propositional formula that is true under any possible valuation (also called a truth assignment or an interpretation) of its propositional variables. For example, the… … Wikipedia
Тавтология — (греч. ταυτολογία от ταύτό или λέγείν говорить то же самое) термин стилистики, означающей ненужное повторение. Особенно часто название Т. применяется там, где мы имеем дело с повторением слов одного корня. От плеоназма (см.) Т. отличается тем,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Doppelt gemoppelt — Der Ausdruck Tautologie (griech. ταυτολογία „Dasselbe Sagen“) bezeichnet in der Stilistik und Rhetorik eine rhetorische Figur, bei der mit einer inhaltlichen Wiederholung (semantischen Redundanz) gearbeitet wird. Ein Gegenbegriff zu Tautologie… … Deutsch Wikipedia
Tautologie — (griech. ταυτολογία, „dasselbe Sagendes“; Adjektiv tautologisch) steht für: Tautologie (Logik), eine Aussage, die, unabhängig vom Wahrheitswert der zugrunde liegenden Bestandteile, immer wahr ist (z. B.: „Es regnet oder es regnet nicht.“).… … Deutsch Wikipedia